- ὑπερεκτρέπομαι
- ὑπερεκ-τρέπομαι, [voice] Pass.,A feel utter aversion for, τινα Aret. SD1.5 (ὕπαρ ἐκτ. Ermerins).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερεκτρέπομαι — Α εκτρέπομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκτρέπομαι «βγαίνω από τη θέση μου, παρεκτρέπομαι»] … Dictionary of Greek